- ἀμοργίδιον
- ἀμοργίδιον, τό, Dim. of ἀμοργίς, dub. l. in Paus.Gr.Fr.47 (leg. ἀμόργινα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμοργίδια — ἀμοργίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)